- παρέγγραπτος
- -ον, ΜΑ [παρεγγράφω]1. παράνομα ή αντικανονικά εγγεγραμμένος (α.»παρέγγραπτοι γεγενημένοι πολῑται», Αισχίν.β. «τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων ἱερέων», Γρηγ. Ναζ.)2. (για βιβλία, απόψεις κ.λπ.) εμβόλιμος, εκ τών υστέρων τοποθετημένος (α. «νόθων και παρεγγράπτων», Συνέσ.β. «παρέγγραπτος συγγραφή», Ευστ.)αρχ.1. νόθος, ανειλικρινής («τὴν εὔνοιαν ὑποβολιμαίαν καὶ παρέγγραπτον ἔχουσι», Πλούτ.)2. το αρσ. ως ουσ. (κατά τον Ησύχ.) «παρέγγραπτοςνόθος παῑς».
Dictionary of Greek. 2013.